[email protected]
Τηλέφωνο
6947562714
rent room peramos kavala hotel , Ξενοδοχείο πέραμος Καβάλας

Ι.Μ. ΕΙΚΟΝΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΑΣ

ikosofinitsas

Η ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας είναι η δεύτερη σημαντικότερη μονή της Μακεδονίας που ακόμα και σήμερα πλήθος πιστών συρρέουν στη Μονή για να προσκυνήσουν τη χάρη της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας και να ασπαστούν την αχειροποίητο εικόνα της. Η ιερά Μονή βρίσκεται στο δρόμο εθνικής οδού Καβάλας – Σερρών (στα όρια των δυο Νομών), στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, αμέσως μετά τον οικισμό Κορμίστα, σε μια κατάφυτη τοποθεσία, σε υψόμετρο 743 μ. Σήμερα στη Μονή ζουν 25 μοναχές με ηγουμένη την Αλεξία μοναχή. Το μοναστήρι είναι Σταυροπηγιακή Μονή, δηλαδή ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (διοικητικώς) και στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας (εκκλησιαστικώς).

Ιστορικό

Για το όνομα της Μονής υπάρχουν τρεις εκδοχές:

  • ο κτήτωρ της Μονής, άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
  • ο γνωστός στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες την ονομάζει «Κοσσσυφινίτσα», γιατί κατά την παράδοση, ένας κόσσυφος (κοτσύφι) οδήγησε τον άγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το Αγίασμα μέχρι και σήμερα κάτω από το παρεκκλήσιο της Αγ. Βαρβάρας.
  • ο ηγούμενος της Μονής  Χρύσανθος το (1782) αναφέρει ότι ενώ ο άγιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του πρόσφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό, φως. Απ’ αυτό επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφίνισσα).

Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περί το 450 μ.Χ., ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, πλησίον της Μονής. Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο του χρόνου και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον άγιο Γερμανό, στο δεύτερο μισό του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα. Ο άγιος Γερμανός ήταν ο πρώτος κτήτωρ της Μονής. Κατά την παράδοση, ο άγιος Γερμανός, αφού μόνασε στην ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από τον άγγελο εκ της Παρθένου ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 518 μ.Χ. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων και ξεκίνησε την ανέγερση νέας Μονή αλλά δεν τα κατάφερε μόνος του, συνμοναστές του έγιναν οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος αφού πρώτα πούλησαν όλα τα υπάρχοντά τους και ξεχρέωσαν το όφελος του οσίου Γερμανού προς τους τεχνίτες για την ανέγερση της Μονής. Ο άγιος Γερμανός διοίκησε το Μοναστήρι με σοφία και σύνεση και εκοιμήθη αφού όρισε για διάδοχό του τον Νεόφυτο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου.

Η ιστορία της Μονής παραμένει άγνωστη μέχρι και τον 11ο αιώνα, οπότε ανακηρύχτηκε «σταυροπηγιακή» και κτίστηκε νέος καθολικός (κεντρικός) ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Από το 1472 η Μονή γνώρισε περίοδο ακμής μέχρι το 1507. Στη Μονή εγκαταβίωσε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος με τη δράση και την περιουσία του της έδωσε πνοή ζωής. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε δεύτερος κτήτορας της Μονής και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. Τον άγιο Διονύσιο ιδιαίτερα τον τιμούσε ως πνευματικό της πατέρα η χριστιανή σουλτάνα Μάρω, μητριά του Σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητού (1451 – 1481), η οποία έκανε πολλές ευεργεσίες και δωρεές στην Ι. Μονή. Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι τους θανάτωσαν, χωρίς όμως να καταστρέψουν το κτιριακό συγκρότημα της μονής. Μετά από παρέμβαση του Οικουμενικού πατριαρχείου στη σουλτανική αυλή, η μονή επανακατοικήθηκε από μοναχούς του Αγίου Όρους γύρω στο 1510 – 1520. Το 1610 επισκέφθηκε τη Μονή ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, ο οποίος συνέγραψε τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.

Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η Μονή του Παγγαίου προετοίμασε την εθνική εξέγερση κατά των Τούρκων. Εδώ είχε το αρχηγείο του ο μεγάλος αγωνιστής Νίκος Τσάρας και εδώ ήρθε  από τις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.

Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη ‘Των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή, για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου της περιοχής, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα και για λίγες δεκαετίες λειτούργησε και Γεωργική Σχολή με 3 γεωπόνους. Αξιόλογη υπήρξε και η βιβλιοθήκη της. Πρίν την διαρπαγή της από τούς Βουλγάρους (1917) περιλάμβανε 1300 τόμους βιβλίων από τους οποίους οι 430 χειρόγραφοι κώδικες, ήταν μεγάλης αξίας.

Τη Μεγάλη Δευτέρα, 27 Μαρτίου 1917, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Πανίτσας, άρπαξε τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους Βούλγαροι στρατιώτες ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι. Η Εικοσιφοίνισσα αφέθηκε έρημη. Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης άρχισε να επαναλειτουργεί το 1965 από γυναικείο τάγμα αυτή τη φορά και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η πραγματική ανοικοδόμηση της Μονής έγινε από τον κυρό Μητροπολίτη Διονύσιο Κυράτσο εκείνη τη περίοδο, γι’ αυτό και θεωρείται από πολλούς ο τρίτος κτήτωρ της Ι. Μονής.

Η Μονή και τα κτίσματά της

Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο πρώτο και κύριο μέρος της Μονής βρίσκεται το καθολικό, το οποίο είναι το παλαιότερο κτίσμα της, το Ηγουμενείο, τα κελλιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκλήσσιο της Αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, η τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος των κτηριακών εγκαταστάσεων της Μονής περιλαμβάνονται τα τρία κτήρια των ξενώνων, το πρεσβυτέριο για το λειτουργό Ιερέα της Μονής,το παρεκλήσσιο της Ζωοδόχου Πηγής και ανθόκηπο με παλαιό συντριβάνι. Προ της Ι. Μονής υπάρχει πλατεία την οποία σκιάζουν αιωνόβια πλατάνια. Κοντά σ’ αυτήν βρίσκεται το μνημείο των 172 μοναχών της Εικοσιφοινίσσης που σφαγιάσθηκαν το 1507 από τους Τούρκους. Ανεγέρθηκε το 1972. Στην είσοδο της Μονής υπάρχει ψηφιδωτό της Θεοτόκου δεομένης. Στην εσωτερική πύλη υπάρχει άλλο ψηφιδωτό των δυο κτητόρων της Μονής, αγίων Γερμανού και Διονυσίου. Το «καθολικόν», ο κεντρικός δηλαδή ναός, κτίσθηκε το 1842, πλην του Ι. Βήματος, το οποίο σώζεται από τον 11ο αιώνα. Θαυμάσιας τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο, στο οποίο βρίσκεται και η αχειροποίητη Εικόνα. Το τέμπλο κατασκευάσθηκε από το 1781 έως το 1802 από Χιώτες τεχνίτες. Έχει δυο μεγάλους και δυο μικρότερους τρούλους. Στη στέγη φύονται δυο μικρά κυπαρίσσια που προκαλούν θαυμασμό, σαν θαύμα. Στη νοτιοανατολική γωνία του Ναού υψώνεται μεγαλοπρεπές κωδονοστάσιο.

Η Αχειροποίητος Εικόνα της Θεοτόκου και τα θαύματα της

Η παράδοση αναφέρει ότι είναι μια από τις εικόνες του Αποστόλου Λουκά, αν και εικόνα του Αποστόλου, η αποτύπωση πάνω στο ξύλο έγινε με θαυμαστό τρόπο από την ίδια την Θεοτόκο. Ο Απόστολος Λουκάς τη στιγμή που αγιογραφούσε το πρόσωπο της Θεοτόκου διακρίνει μια σχισμή στο ξύλο και για να μη στενοχωρηθεί, η Παναγία εμφανίζεται με το Θείο Βρέφος αγκαλιά πάνω στο ξύλο, γι’ αυτό στην εικόνα διακρίνεται η σχισμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Η Αχειροποίητος Εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης κατά περιόδους έκανε και κάνει θαύματα. Γνωστό έμεινε το θαύμα της μπότας και του πιστολιού. Κατά την περίοδο εκείνη των επιθέσεων και διαρπαγών των Βουλγάρων, ένας αξιωματικός τους επιχείρησε να συλήσει την Εικόνα της Παναγίας, αλλά τινάχθηκε πίσω και εξέπνευσε, ενώ η μπότα και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, για να ενθυμίζουν πάντοτε το θαύμα. Ακόμα και σήμερα στο μαρμάρινο δάπεδο του Ναού φαίνονται αυτά τα σημεία.